- χολώομαι
- χολ-ώομαι,A = χολόομαι, Nonn.D.5.447, part. χολωόμενος ib.437, APl.4.128.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χολώομαι — Α (μτγν. μέσ. τ.) βλ. χολώνω … Dictionary of Greek
χολώομαι — χολάω to be full of black bile pres ind mp 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χολώνω — χολῶ, όω, ΝΜΑ, μτγν. μέσ. τ. χολώομαι Α 1. διεγείρω την οργή κάποιου, εξοργίζω κάποιον 2. (συν. το μέσ. και παθ.) χολώνομαι, χολοῡμαι, όομαι εξοργίζομαι, θυμώνω αρχ. μεταβάλλομαι σε χολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος. Ο ενεστ. χολῶ / χολοῦμαι έχει… … Dictionary of Greek